στρατιά

στρατιά
στρᾰτιά, [dialect] Ion. [suff] στρᾰτηλ-ιή, ,= στρατός,
A army, Pi.O.6.16, A.Pers.534 (anap.), Ag.799 (anap.), etc.; σ. ναυτική, πεζή, Th.6.33, 7.15; ναύφρακτος ς. IG12.296.30; ἔς τε τὴν σ. καὶ τὴν πόλιν τὴν Ἀθηναίων ib. 108.40;

τῆς σ. κάκιστος ἦν ἀνήρ Eup.31

: abs., a land force, as distd. from seamen, Hdt.6.12.
2 generally, host, company, band, Pi. P.11.50, N.11.35;

ἡ σ. τοῦ οὐρανοῦ LXX 2 Ch.33.3

; αἱ σ. τῶν οὐρανῶν ib.Ne.9.6; = cohors ministrorum,
Lib.Or.54.7.
II sts. = στρατεία, expedition, Hdt.5.77 (v.l. -είην), Ar.Eq.587 (lyr.), Th.828, 1169, Lys. 592, Th.8.108, IG22.351.31;

ἐπὶ στρατιᾶς Ar.V.354

,557, Pl.Phdr. 260b, And.2.14; ἴτε . . ἐπὶ στρατιάν go . . on service, Ar.Ach.1143;

κατὰ στρατιήν Hp.Medic.14

; πολιτικαὶ στρατιαί, ξενικαὶ ς., ibid.; v. στρατεία.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στρατιά — στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιᾷ — στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στρατία — Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc/acc dual Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατία — στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc/acc dual στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στρατίᾳ — Στρατίᾱͅ , Στρατίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατίᾳ — στρατίᾱͅ , στράτιος of an army fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατιή Α [στρατός] σύνολο στρατευμάτων με ενιαία διοίκηση νεοελλ. πολυάριθμος στρατός ξηράς και, ειδικότερα, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός αποτελούμενος από σύνολο σωμάτων στρατού ή συγκροτημάτων ή μονάδων διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • στρατιά — η σύνολο στρατευμάτων: Υπήρξε διοικητής στρατιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατιάων — στρατιά̱ων , στράτιος of an army masc/fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατία fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατιά army fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιᾶι — στρατιᾷ , στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιᾷ , στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιάν — στρατιά̱ν , στρατία fem acc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ν , στρατιά army fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”